Τα Αροάνια Όρη, γνωστότερα ως Χελμός, είναι οροσειρά της βόρειας Πελοποννήσου που βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο νομό Αχαΐας και λιγότερο στο νομό Κορινθίας, με την ψηλότερη κορυφή της να βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της επαρχίας Καλαβρύτων. Στην αρχαιότητα λεγόταν «Αροάνια». Σύμφωνα με μια άποψη, το νεώτερο όνομα «Χελμός» είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει «χιονισμένο βουνό». Όπως όμως έχει επισημανθεί, η σλαβική λέξη хълм δε σημαίνει αυτό, αλλά «λόφος» και, δεδομένου ότι ο Χελμός είναι βουνό κι όχι λόφος, έχει υποστηριχτεί πως μπορεί η ονομασία να έχει αρβανίτικη προέλευση, από το helm, που σημαίνει «δηλητήριο». Συνεπώς ο Χελμός είναι το «δηλητηριώδες βουνό». Ο χαρακτηρισμός αυτός πιθανόν αποδόθηκε στο βουνό επειδή από αυτό πήγαζε η Στύγα, το νερό της οποίας σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες ήταν δηλητηριώδες. Πρόκειται για τη τρίτη σε ύψος οροσειρά της Πελοποννήσου μετά εκείνων του Ταϋγέτου και της Κυλλήνης ή Ζήριας. Το ύψος του Χελμού φθάνει τα 2.355 μέτρα στην Ψηλή Κορφή. Περιβάλλεται στα νότια από την Ντουρντουβάνα και το Μαίναλο, δυτικά από τον Ερύμανθο και το Παναχαϊκό, ανατολικά από την Κυλλήνη ενώ βόρεια καταλήγει στον Κορινθιακό κόλπο. Στις βόρειες υπώρειες του βουνού βρίσκεται η λίμνη του Τσιβλού (στα 700 μ.) ενώ κοντά στις ψηλές κορυφές σχηματίζεται από τα χιόνια που λιώνουν η εποχική αλπική λίμνη Μαυρολίμνη (2.050 μ.). Άλλες γνωστές κορυφές του Χελμού είναι η Νεραϊδόραχη (2.340 μ.) η οποία σχηματίζει μεγάλη ορθοπλαγιά και δεσπόζει στα ανατολικά του βουνού, ο Προφ. Ηλίας (2.238 μ.), το Γαρδίκι (2.182 μ.), το Αυγό (2.138 μ.) και το Νησί (2.042 μ.). Από το 2009 ο ορεινός όγκος του Χελμού και το φαράγγι του Βουραϊκού ποταμού αποτελούν προστατευόμενη περιοχή, χαρακτηρισμένη ως "Εθνικό Πάρκο" Το μεγαλύτερο τμήμα του Χελμού καλύπτεται από κεφαλληνιακή ελάτη, ενώ στους πρόποδες αναπτύσσονται και άλλα δέντρα, όπως πλατάνια, μαύρη πεύκη, καστανιές, βελανιδιές, ιτιές, σφενδάμια, λεύκες κ.α. Στον Χελμό έχουν καταγραφεί 14 τύποι οικοσυστημάτων, με σπάνια και ενδημικά φυτά. Είναι ένας βοτανικός παράδεισος με 1.500 είδη φυτών, μεταξύ των οποίων 27 ενδημικά της Πελοποννήσου και 90 ενδημικά της Ελλάδας. Πλούσια είναι και η πανίδα της περιοχής. Στον Χελμό συναντάμε αγριογούρουνα, αλεπούδες, κουνάβια, ζαρκάδια, τσακάλια, αγριόγατες, σκίουρους κ.α. ενώ στον Βουραϊκό και τον Αροάνιο υπάρχουν και βίδρες. Στις κορυφές του πετούν σπάνια πουλιά, όπως ο χρυσαετός και ο γύπας. Επίσης έχουν αναφερθεί 30 είδη πεταλούδων, 9 είδη αμφίβιων (μεταξύ των οποίων και ο Αλπικός τρίτωνας στην νοτιότερη τοποθεσία του στην Ευρώπη) και 24 είδη ερπετών, αριθμοί εξαιρετικά υψηλοί σε σχέση με άλλα βουνά. Από το όρος αυτό σύμφωνα με την μυθολογία πήγαζε η Στύγα ένα από τα τρία ποτάμια που κύλαγαν στα λιβάδια του Άδη. Θεοί και θνητοί έδιναν όρκο στα νερά της και η παραβίαση του όρκου αυτού από τους Θεούς ισοδυναμούσε με δέκα χρόνια λήθαργο όμοιο με το θάνατο. Στη Στύγα έλουσε η Νηρηίδα Θέτιδα το γιο της Αχιλλέα για να παραμείνει αθάνατος αφήνοντας τον με ένα μόνο τρωτό σημείο, την φτέρνα από όπου τον κράταγε. Ανάβαση στις ψηλές κορυφές του βουνού πραγματοποιείται είτε από τα βόρεια (χιονοδρομικό κέντρο μέσω Καλαβρύτων), είτε από τα ανατολικά (από την άγρια χαράδρα της Στύγας). Εναλλακτικά, μπορεί να ανεβεί κανείς από τη νότια κορυφογραμμή του Χελμού, γνωστή και ως Χτένια του Χελμού, πολύωρη και απαιτητική διαδρομή η οποία απαιτεί γνώσεις και εξοπλισμό αναρρίχησης. ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ