Οι Καλαρρύτες είναι ορεινός οικισμός που βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 56 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων. Ο οικισμός ήκμασε ιδιαίτερα τον 18ο αι. με το εμπόριο (υφαντά, μετάξι από τη Θεσσαλία, ακατέργαστα δέρματα ζώων κ. ά.) και την ανάπτυξη της χειροτεχίας (έργα σε ασήμι και χρυσό)· κατά την περίοδο αυτή αρκετοί κάτοικοι των Καλαρρυτών διατηρούσαν εμπορικούς οίκους σε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων. Γεωγραφία Θέση Οι Καλαρρύτες από το Συρράκο Οι Καλαρρύτες εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή των Τζουμέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (2285 μ.) και των Τζουμέρκων (2429 μ.). Είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1200 μ. Απέναντι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η πλαγιά που ονομάζεται Πουλιάνα. Αν το βλέμμα στραφεί προς τα νότια, θα δει τα βουνά των Τζουμέρκων μέχρι το χωριό Πράμαντα. Η τοποθεσία βόρεια και πάνω από την κοινότητα ονομάζεται Μπάρος (2285 μ.). Είναι η περιοχή με τα οροπέδια και τα ορεινά βοσκοτόπια που ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο. Στα βορειοδυτικά των Καλαρρυτών βρίσκεται το Συρράκο, που σε ευθεία γραμμή νομίζει κανείς ότι είναι πολύ κοντά, ενώ τους δύο οικισμούς χωρίζει η απόκρημνη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού. Πρόσβαση – αποστάσεις Υπάρχουν τρεις επιλογές για την πρόσβαση στους Καλαρρύτες: Από τα Ιωάννινα – 56 χλμ. Τον πρώτο δρόμο από τα Γιάννενα προς τους Καλαρρύτες διάνοιξε ο Αλή πασάς, ο οποίος παραθέριζε εκεί λόγω του καλού κλίματος και των προσωπικών σχέσεων που είχε με τους προύχοντες της κοινότητας. Από την Άρτα – 82 χλμ. Από την Καλαμπάκα της Θεσσαλίας – 96 χλμ. Ο οδικός άξονας από Θεσσαλία είναι και ο λόγος εγκατάστασης των πρώτων κατοίκων της περιοχής, που κατέλαβαν τις οχυρές θέσεις και έκαναν οικισμούς. Οι χαράδρες των παραποτάμων του Αράχθου αποτελούν τις διόδους επικοινωνίας της Ηπείρου με τη Θεσσαλία. Οι δρόμοι, ασφαλτοστρωμένοι από τα Ιωάννινα και την Άρτα, είναι ανοιχτοί όλο το χρόνο. Από τη Θεσσαλία ο δρόμος είναι ανοιχτός από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Τα 25 τελευταία χιλιόμετρα είναι χωματόδρομος, ο οποίος κλείνει το χειμώνα από τα χιόνια και τις βροχές και εξυπηρετεί κυρίως τους κτηνοτρόφους. Αυτοκίνητα επισκεπτών δεν επιτρέπεται να μπουν στο χωριό και γι αυτό το λόγο υπάρχουν τέσσερις θέσεις στάθμευσης έξω από το χωριό, στις θέσεις Γκόντρο, Τσιόρα, Άργι, Πλάκα. Κλίμα – Φύση Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από τον ψυχρό ως δριμύ και παρατεταμένο χειμώνα, σύντομη άνοιξη και από θερμό, πλούσιο σε βροχές καλοκαίρι, με παρατεταμένο φθινόπωρο. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Καλαρρυτών είναι το ξηρό, χωρίς καθόλου υγρασία, κλίμα τους. Το ιδιαίτερο κλίμα της περιοχής ευνοεί την ανάπτυξη πλούσιας χλωρίδας και πανίδας. Η κοινότητα βορειοανατολικά περιβάλλεται από μεγάλες εκτάσεις με ποώδη και θαμνώδη βλάστηση, τα λεγόμενα «στεπόμορφα λιβάδια», τα γνωστά σε όλους βοσκοτόπια. Χλωρίδα Οι απόκρημνες πλαγιές της χαράδρας του Καλαρρύτικου ποταμού και της Παυλιάνας είναι χαρακτηριστικές της ιδιαίτερης φύσης των Καλαρρυτών. Ο τόπος γύρω από την κοινότητα, κυρίως στα νότια και νοτιοανατολικά, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από αυτοφυή δάση ελάτης και δάση από καρποφόρα δέντρα, αειθαλή η φυλλοβόλα: βαλανιδιές, κουμαριές, κερασιές ή αγριοκερασιές, φουντουκιές, μουριές, κουτσουπιές, φλαμουριές (φιλύρες), πλατάνια και ξηροπλατάνια, άγριες βαλανιδιές (άρμπορα), ρόμπολα ή μαλόκεντρα, πιτιτσέλια, καρυδιές, τσάπουρνες (από τον καρπό τους φτιάχνεται τσίπουρο), αλλά και αναρριχώμενα όπως: κισσός, αγιόκλημα, αγριοτριανταφυλλιές, ιντερούασα ή αράχνη και με θαμνοειδή φυτά όπως η βατομουριά, το πουρνάρι, η ντρόγκα, το στριγκουάνι (σαν τον καπνό, πικρό σαν δηλητήριο), η λιπτούκα (δηλητηριώδες φυτό) και η μαυραγκαδιά (από τους καρπούς της γίνεται κομπολόι). Ποικιλία φυτών με μικρή ανάπτυξη, στον ίσκιο των μεγάλων δέντρων, παρατηρείται σε όλες τις πλαγιές, όπως τα κόκκινα μανιτάρια, ο σπίντζος και το σαλέπι, η άγρια μέντα, το τσάι του βουνού και το ψωμί του κούκου, το θρούμπι και η ρίγανη, τα μούσκλια και το σκορπίδι (χορτάρι που βγαίνει στον τοίχο και χρησιμοποιείται σε τσίμπημα σκορπιού). Μανουσάκια και άγρια ορχιδέα, αμάραντος και άσπρα ή κόκκινα κρινάκια, φτέρες, κουκουτσέλι και ζαμπάκια, όταν ανθίζουν γεμίζουν την περιοχή με ιδιαίτερη μυρωδιά και χρώμα και ολοκληρώνουν το οικοσύστημα της χλωρίδας των απόκρημνων πλαγιών των Καλαρρυτών. Η διαχρονικότητα της χλωρίδας των Καλαρρυτών είναι χαρακτηριστική, καθώς περιγράφεται περίπου με τον ίδιο τρόπο από τους περιηγητές Γ. Λήκ (W. Leak) και Φ. Κ. Πουκεβίλ, που επισκέφθηκαν το χωριό 200 χρόνια πριν. Χαρακτηριστικό επίσης γνώρισμα των Καλαρρυτών είναι τα νερά, που έχουν πηγές μέσα στο ίδιο το χωριό ή λίγο πιο πάνω από αυτό και πέφτουν με ορμή και δυνατό θόρυβο προς τη φυσική τους κατάληξη, τον ποταμό Καλαρρύτικο ή Χρούσια. Στις πηγές τους έχουν χτιστεί περίκαλλες παραδοσιακές βρύσες. Στα κηπάρια των σπιτιών, με τη λίγη γη, καλλιεργούνται ανάλογα με την εποχή όλων των ειδών τα κηπευτικά και χορταρικά: ζόχια, πουρτσέλια, ουράκλια, ραδίκια, νάνες, αλεπρίλι, και άλλα που χρησιμοποιούνται στις νόστιμες χορτόπιτες, άγριο σπαράγγι (μπουρντένα) και πικρό σπαράγγι (οβριές). Τα καλοκαίρια οι κάτοικοι δροσίζονται στη σκιά της αναρριχώμενης Ζαμπέλας. Παλιότερα στα βόρεια και ανατολικά της κοινότητας καλλιεργούσαν κριθάρι και σιτάρι, που το άλεθαν στους μύλους, που υπήρχαν και υπάρχουν στην κοινότητα αλλά και κοντά στις όχθες του ποταμού. Καστανιές, πλατάνια και καρυδιές είναι τα δέντρα που βρίσκονται μέσα αλλά και στις παρυφές των Καλαρρυτών. Μουριές και φλαμουριές συμπληρώνουν τη βλάστηση καθώς επίσης τσάι του βουνού και ρίγανη. Πανίδα Πτηνά : Η περιοχή παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία πτηνών. Πολλά πτηνά είναι μέρος της άγριας πανίδας της περιοχής : κοτσύφια και πέρδικες, μπεκάτσες και τσαλαπετεινοί, ξηρόκοτες και μπουφοτσίνια, Τζάνες, τσίτσιδες και πετροχελίδονα, καρδερίνες (στραγαλίνες), ορτύκια (πίσπουρδες), τσίχλες, κίσσες, σταυραετοί και γεράκια, αερογάμηδες (είδος γερακιών), σουσουράδες ή κωλοσούσες (γκαναβουστρίνια), σιταρήθρες και συκοφάγοι, γυπαετοί και άλλα. Ζώα : Λύκοι και αγριόγατες, αλεπούδες και ασβοί, αρκούδες και λαγοί, άλογα και μουλάρια για μεταφορές, αγελάδες και γίδες συμβιώνουν στον περιβάλλοντα χώρο. Σήμα κατατεθέν της κοινότητας είναι το πρόβατο με την ονομασία μπούτσικο, το οποίο είναι καλαρρυτινή ποικιλία, προστατευόμενη και επιδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ερπετά : Στην κατηγορία των ερπετών, τα φίδια της περιοχής έχουν τη δική τους ποικιλία. Η οχιά του λιβαδιού συμπεριλαμβάνεται ως σπάνιο στο κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων σπονδυλόζωων της Ελλάδας. Η βιδρογαλιά, ο αστρίτης και οι σαγρές, τα σαλιγκάρια (κοχλιοί), οι σαύρες και οι σαλαμάνδρες ενδημούν στην κοινότητα, μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες. Ψάρια : η καλαρρυτινή, με κόκκινες βούλες, πέστροφα του Καλαρρύτικου ποταμού είναι ένα από τα δέκα είδη ιχθυοπανίδας που ζουν στην περιοχή, όπως και στους κοντινούς ποταμούς Ματσουκιώτικα και Μελισσουργιώτικο. Στα μέσα του 2005, το ποτάμι εμπλουτίστηκε με γόνους πέστροφας ίδιας ποικιλίας για τουριστική αλιεία. Η πέστροφα είναι μέρος της διατροφής των κατοίκων της περιοχής για πάνω από 200 χρόνια. Ιστορία Αρχαιολογικά κατάλοιπα Οι δίοδοι επικοινωνίας με τη Θεσσαλία ήταν και η αιτία που ο τόπος κατοικήθηκε από τους αρχαίους χρόνους ως σήμερα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι, από την εποχή του χαλκού, κάτοικοι βρέθηκαν σε αυτή την περιοχή. Στην αρχαιολογική θέση Άβατος, που βρίσκεται Β.Α. των Καλαρρυτών στην απόκρημνη πλαγιά από την πλευρά του ποταμού Καρλίμπου, παραπόταμου του Καλαρρύτικου, έχουν βρεθεί λείψανα τείχους αρχαίας μικρής πόλης. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για την αρχαία πόλη της Αθαμανίας Άκανθα/ος. Διακρίνονται επίσης μια πύλη και πύργος. Έξω από το τείχος διατηρείται θεμέλιο ορθογώνιου κτιρίου με διαστάσεις 13,5 x 11 μ. με μεσοτοιχία και συλημένο (από τις αρχές του 20ου αιώνα) νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους, γεγονός που δείχνει μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων με οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Στο ψηλότερο σημείο του Άβατου σώζεται μικρή ωοειδής δεξαμενή. Το 1917 βρέθηκε χάλκινο άγαλμα βοδιού, στο δε αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων παραδόθηκε χέρι χάλκινου ειδωλίου. Η απόσταση από την κοινότητα είναι περίπου 1 ώρα με τα πόδια. Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι οργανωμένος και η πρόσβαση είναι δύσκολη. ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ