Το Φανάρι είναι χωριό του Δήμου Μουζακίου, της Περιφερειακής Ενότητας (πρώην νομού έως την 31η Δεκεμβρίου 2010) Καρδίτσας, στη Θεσσαλία. Σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, έχει πληθυσμό 433 κατοίκους. Βρίσκεται στο ανατολικό μέρος των Αγράφων της Π.Ε. Καρδίτσας σε υψόμετρο περίπου 350 μ. επί της λοφοσειράς, η οποία αποσπάται από την οροσειρά της Πίνδου και καταλήγει σαν χερσόνησος μέσα στη θεσσαλική πεδιάδα. Ο οικισμός έχει κτιστεί γύρω από το λόφο, στην κορυφή του οποίου δεσπόζει το Βυζαντινό Κάστρο. Είναι κτισμένο στη θέση που άλλοτε υπήρχε η Αρχαία Ιθώμη, που ο Όμηρος αναφέρει ως Κλωμακόεσσα. Το όνομα Φανάρι αναφέρεται για πρώτη φορά σε διάφορα έγγραφα από τον 14ο αιώνα μ.Χ. και προήλθε πιθανόν από τη λέξη φαίνομαι, επειδή από τη θέση του στην κορυφή του λόφου φαίνεται όποιο σημείο του Θεσσαλικού Κάμπου επιθυμεί να δει κάποιος. Τα σπίτια είναι πετρόκτιστα κυρίως ισόγεια και μονώροφα. Τα παλαιά είναι κτισμένα με πέτρα και λάσπη ως συνδετικό, με ξύλινο μπαλκόνι στο εμπρόσθιο μέρος. Κτίσθηκαν κυρίως με ομαδική εργασία και το κάτω μέρος του σπιτιού το χρησιμοποιούσαν ως κατώι για το σταυλισμό των ζώων. Ιστορία του Φαναρίου Το βυζαντινό κάστρο Φαναρίου δεσπόζει πάνω από το χωριό. Έχει μακραίωνα ιστορία που ξεκινάει από τα προομηρικά χρόνια μέχρι και σήμερα. Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Κλωμακόεσσας Ιθώμης έλαβαν μέρος στην εκστρατεία των Ελλήνων κατά τις Τροίας, μαζί με τους κατοίκους της Τρίκκης και της Οιχαλίας, με αρχηγούς τα παιδιά του Ασκληπιού, γιατρούς Μαχάονα και Ποδαλείριο. Στην περιοχή βρέθηκαν ερείπια αρχαίων ναών και μαρμάρινες αυλακωτές κολώνες. Το Φανάρι αναφέρεται για πρώτη φορά το 1304, όταν καταλήφθηκε για λίγο από τις δυνάμεις της αντιβασίλισσας της Ηπείρου, Άννας Παλαιολογίνας Καντακουζηνής.[2] Στη συνέχεια πέρασε υπό τον έλεγχο του αυτόνομου Θεσσαλού άρχοντα Στεφάνου Γαβριηλόπουλου και με το θάνατό του το 1333 πέρασε στον ηγεμόνα της Ηπείρου, Ιωάννη Β΄ Ορσίνι, ο οποίος το οχύρωσε. Το κάστρο, μια απλή κατασκευή σε ένα κυκλικό οροπέδιο διαμέτρου περίπου 100 μέτρων, σώζεται σε καλή κατάσταση μέχρι σήμερα. Οι αρχόντες (τοπικοί πρεσβύτεροι) του Φαναρίου αναφέρονται σε αρκετά έγγραφα: το 1342 ο Μιχαήλ Γαβριηλόπουλος τους διαβεβαίωσε ότι δεν θα εγκατασταθούν Αλβανοί στην περιοχή τους και επιβεβαίωσε ότι είχαν στην κατοχή τους τα μοναστήρια της Λυκουσάδας και της Πόρτα Παναγίας, ενώ το 1382 οι αρχόντες αναφέρονται σε τοπική εκκλησιαστική σύνοδο. Το 1444, όταν ο Δεσπότης του Μορέα και ο μελλοντικός Βυζαντινός αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, επέκτεινε για λίγο την επικράτειά του στην κεντρική Ελλάδα, εγκατέστησε δικό του κυβερνήτη στο Φανάρι. Μία τοπική επισκοπή μαρτυρείται από το 1382-1388 και μετά, αρχικά σε συνδυασμό με την Κάππουα (σύγχρονο Καππά), αλλά μετά την οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλίας έγινε ξεχωριστή επισκοπή και αναδείχθηκε ακόμη και σε αρχιεπισκοπή. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο Φανάρι, κατ΄ εξαίρεση από τα άλλα χωριά των Αγράφων, κατοικούσαν και τούρκικες οικογένειες και λόγω του φρουρίου του και του τούρκικου στρατού που έδρευε εκεί, αποτελούσε το ορμητήριο των Τούρκων κατά των γύρω περιοχών. Στην Τουρκοκρατία και τα διάφορα κινήματα συμμετείχαν Φαναριώτες, όπως ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ, άγιος και προστάτης του χωρίου, ο οποίος μαρτύρησε το 1601, καθώς συμμετείχε στο κίνημα του επισκόπου Τρίκκης και Λαρίσης Διονύσιου κατά των Τούρκων. Την περίοδο της κατοχής πολλοί κάτοικοι των γύρω περιοχών , ήρθαν και διέμειναν στο Φανάρι, μιας και υπήρχε επάρκεια τροφίμων και μπορούσαν να επιβιώσουν από την πείνα. Επίσης, το Φανάρι ήταν έδρα επισκοπική για αυτό και υπήρχε Μητροπολιτικό Μέγαρο, που ήταν κατοικία του εκάστοτε επισκόπου και φιλοξενούσε επισκέπτες όπως ο Σπυρίδων Καραϊσκάκης και ο βασιλεύς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας. ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ