Η Λίμνη Αώου ή Λίμνη Πηγών Αώου είναι τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε έπειτα από κατασκευή φράγματος στον ποταμό Αώο. Βρίσκεται στον νομό Ιωαννίνων. Είναι χαρακτηρισμένη ως τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Η έκτασή της είναι 11,5 χλμ2, ενώ βρίσκεται σε υψόμετρο 1.350 μ. γεγονός που την κατατάσσει ως την πιο ορεινή μεγάλη λίμνη της Ελλάδας. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1981 και ολοκληρώθηκε το 1991. Η λίμνη και η παραλίμνια περιοχή, εμπίπτει στη δικαιοδοσία της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.). Σκοπός κατασκευής του έργου, είναι η εκμετάλλευση μέρους του νερού από τις πηγές του ποταμού Αώου, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το έργο έχει αυξήσει τη μέση παραγωγή υδροηλεκτρικού δυναμικού της Ελλάδας κατά 7%. Η λίμνη του Υδροηλεκτρικού Σταθμού (Υ.Η.Σ) Πηγών Αώου, κατασκευάστηκε σε περιοχή με πυκνή βλάστηση, όπου δεν υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία να προκαλεί ρύπανση των νερών. Από τα νερά της λίμνης, υπάρχει η δυνατότητα άρδευσης του Οροπεδίου Πολιτσών, όπου οι κάτοικοι δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής. Οικοσύστημα και Διαχείριση Η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της τοποθεσίας, ανήκει κλιματολογικά στις υποτροπικές ζώνες. Το κλίμα που επικρατεί δεν παρουσιάζει ούτε τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες των βορείων περιοχών, ούτε τις πολύ υψηλές των τροπικών. Η λίμνη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο Εθνικά Πάρκα, της Πίνδου και του Βίκου-Αώου. Στην πλούσια χλωρίδα της περιοχής, συναντώνται μεταξύ άλλων μαύρη πεύκη (Pinus nigra), οξιές (Fagus) και σπάνια είδη ορχιδέας. Αποτελεί καταφύγιο για πολλά είδη θηλαστικών όπως λύκοι (Canis lupus), αρκούδες (Ursus arctos) και ζαρκάδια. Τα νερά των πηγών φιλοξενούν τον αλπικό τριτώνα (Triturus alpestris), κέφαλους (Leusiscus cephalus) και πέστροφες (Salmo trutta fario). Ο βιότοπος της λίμνης έχει χαρακτηριστεί ιδιαίτερα σημαντικός και εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας με κωδικό GR1310002. Υπεύθυνος για τη διαχείριση της λίμνης και της γύρω περιοχής είναι ο Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου και στοχεύει στην προστασία και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής.[6] Λόγω του χαρακτηρισμού της ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους με κωδικό AT3011035,[5] προσελκύει αυξημένο αριθμό επισκεπτών, όλες τις εποχές του χρόνου. Το 2014, η λίμνη εξαιρέθηκε από το Καταφύγιο Άγριας Ζωής «Μετσόβου-Χρυσοβίτσας-Γρεβενιτίου»,[7] γεγονός το οποίο επέτρεψε την αλιεία, ενώ παρέμεινε στη Ζώνη Ειδικής Προστασίας. Επίσης στα πλαίσια της οδηγίας 2000/60/ΕΚ «Σχεδίου Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταµών» του Υδατικού Διαµερίσµατος Ηπείρου (GR05), συλλέγονται πληροφορίες και δεδομένα για την υφιστάμενη κατάσταση της λίμνης και τους τρόπους ορθής διαχείρισής της, προστατεύοντας τη βιοποικιλότητα της περιοχής σε συνδυασμό με την ελεγχόμενη ανθρώπινη δραστηριότητα. Η περιοχή της λίμνης παρουσιάζει έντονη τουριστική δραστηριότητα, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Η έλλειψη επαρκούς φύλαξης, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των απορριμμάτων και κατά συνέπεια τον αυξημένο κίνδυνο μολύνσεως των υδάτων της λίμνης. Μετά την εξαίρεσή της από το Καταφύγιο Άγριας Ζωής «Μετσόβου-Χρυσοβίτσας-Γρεβενιτίου», με σκοπό να περιοριστεί η ανάπτυξη του κυπρίνου σε βάρος του αυτόχθονος πληθυσμού ψαριών της λίμνης, οι ενδείξεις για παράνομο εμπλουτισμό ψαριών, κυρίως από ιδιώτες σε συνδυασμό με την υπεραλίευση, εξακολουθεί να θέτει σε κίνδυνο τον πληθυσμό της ιχθυοπανίδας. Ενώ η εκμετάλλευσή της ανήκει στη δικαιοδοσία της Δ.Ε.Η., κάποιες εκτάσεις γύρω από αυτή ανήκουν σε ιδιώτες παραγωγούς πρωτογενούς τομέα. Υπάρχουν όμως και εκτάσεις, οι οποίες δεν έχει καταστεί ακόμη σαφές αν ανήκουν σε ιδιώτες ή είναι δημόσιες. Εκμεταλλευόμενοι την ασάφεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, κτηνοτρόφοι, χρησιμοποιούν τις εκτάσεις ως βοσκότοπους, με αποτέλεσμα την υπερβόσκηση. Άμεση συνέπεια είναι η μειωμένη βλάστηση των λιβαδιών της παραλίμνιας περιοχής. Σχετικά με τις γεωργικές δραστηριότητες της περιοχής, έχει παρατηρηθεί κατα καιρούς κοπή δένδρων, με στόχο την επέκταση των εκτάσεων προς καλλιέργεια. Συνεπεία αυτού, καταστρέφεται ο φυσικός πλούτος και ο κίνδυνος μειωμένης αναπαραγωγής άγριων ζώων μπορεί να αποτελέσει ένα επιπλέον πρόβλημα για τη βιοποικιλότητα της πανίδας της περιοχής. ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ