Η Βοβούσα, έως το 1940 γνωστή ως Βωβούσα[2], είναι χωριό του Ανατολικού Ζαγορίου στο νομό Ιωαννίνων της Ηπείρου. Γεωγραφία Βρίσκεται περίπου 70 χλμ. βορειοανατολικά τής πόλης των Ιωαννίνων. Είναι έδρα τού κοινοτικού διαμερίσματος Βοβούσας, της κοινότητας Βοβούσας και κατά την απογραφή του 2011 είχε 115 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται με την υλοτομία[3] και τον τουρισμό. Απέχει 77 χλμ. από τα Ιωάννινα. Το χωριό ήταν γνωστό και με την βλάχικη ονομασία Μπαϊεάσα. Μέσα από το χωριό περνάει ο ποταμός Αώος, από τη βοή των νερών του οποίου πιθανότατα πήρε και το χωριό το όνομά του. Γύρω από το ποτάμι υπάρχουν αξιόλογοι οικότοποι που φιλοξενούν πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Ιστορικά στοιχεία Σύμφωνα με την παράδοση η Βοβούσα προέκυψε από τη συνένωση τεσσάρων μικρότερων χωριών. Γνώρισε μεγάλη ακμή ως μέλος της αυτόνομης περιοχής τού Ζαγορίου επί Τουρκοκρατίας και θεωρείτο ένα από τα μεγαλύτερα Ζαγοροχώρια. Κατά τα παλαιότερα χρόνια, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων της Βοβούσας περιστρέφονταν γύρω από την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τις μεταφορές. Το 1814 η κωμόπολη λεηλατήθηκε με εντολή τού Αλή πασά. και την ίδια χρονιά επλήγη από επιδημία Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια μια σειρά ληστρικών επιδρομών και η λεηλασία που υπέστη ο οικισμός από σουλτανικά στρατεύματα το 1829. Όλες αυτές οι καταστροφές οδήγησαν σε σημαντική μείωση του πληθυσμού, καθώς αρκετές οικογένειες έφυγαν προς το ελληνικό βασίλειο, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Χαρακτηριστικά, ενώ το 1812 υπολογίζεται πως στη Βοβούσα ζούσαν 150 οικογένειες, μερικές δεκαετίες αργότερα (το 1856) καταγράφτηκαν μόλις 42. Στα τέλη τού 19ου αιώνα παρουσιάστηκε διείσδυση ρουμανικών κύκλων στον οικισμό, ενώ σύμφωνα με την οθωμανική στατιστική του 1895, ο πληθυσμός τής Βοβούσας ανερχόταν στους 497 κατοίκους (269 άνδρες και 228 γυναίκες), κατανεμημένους σε 58 φορολογικούς χανέδες. Γύρω στο 1900, η Βοβούσα αποτελούσε τμήμα τού λεγόμενου Βλαχοζάγορου, της ανατολικής περιοχής τού Ζαγορίου όπου εξακολουθούσε να ομιλείται η βλάχικη γλώσσα. Η διαμάχη ανάμεσα στην ελληνική και ρουμανική μερίδα οδήγησε σε εντάσεις όπως ήταν η δολοφονία των αδελφών Μπελτζαίων από Ρουμάνους πράκτορες, ενέργεια την οποία αργότερα (1909) ανταπέδωσε το Ηπειρωτικό Κομιτάτο με την εξόντωση των ληστανταρτών Σκουμπραίων-Μποτασήδων που είχαν στρατολογηθεί στη ρουμανική πλευρά. Άποψη από το γεφύρι της Βωβούσας Η Βοβούσα περιήλθε στο ελληνικό κράτος το 1913, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ακολούθησε το 1917 η προσωρινή κατοχή τής κοινότητας (μαζί με ένα μεγάλο μέρος τής Ηπείρου) από τον ιταλικό στρατό στα πλαίσια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επανάκτηση της περιοχής από την Ελλάδα λίγο αργότερα, προκάλεσε την αντίδραση Ρουμανόβλαχων κατοίκων, οι οποίοι αφού αντιστάθηκαν ένοπλα στον ελληνικό στρατό, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οριστικά τη Βοβούσα καθώς είχαν εκτεθεί ως ρουμανικής εθνικής συνείδησης, αλλά και ως συνεργάτες των Ιταλών. Εκείνο το διάστημα υπολογίζεται πως κατέφυγαν στην Αλβανία περίπου 10 οικογένειες Ρουμανόβλαχων. Παράλληλα, κατά το πρώτο μισό τού 20ού αιώνα εγκαταστάθηκαν στον οικισμό ολιγάριθμες οικογένειες Σαρακατσάνων. Κατά τις πρώτες μέρες τού ελληνοϊταλικού πολέμου, κατελήφθη στις 3 Νοεμβρίου από προκεχωρημένες δυνάμεις τού ιταλικού στρατού. Το χωριό κάηκε από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής στις 23 Οκτωβρίου 1943. Μεταπολεμικά, η πλειοψηφία των κατοίκων τής Βοβούσας εγκαταστάθηκε στα αστικά κέντρα. Από τη Βοβούσα κατάγονταν ο γραμματικός τού Αλή Πασά, Αθανάσιος ή Αναγνώστης Χατζηγεωργίου Ρίζου και ο υποπρόξενος της Ρωσίας στις Σέρρες κατά τον 19ο αιώνα, Κ. Κ. Κοντός.